διερεύνα

διερεύνα
διερεύνᾱ , διερευνάω
track down
pres imperat act 2nd sg
διερεύνᾱ , διερευνάω
track down
pres imperat act 2nd sg
διερεύνᾱ , διερευνάω
track down
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
διερεύνᾱ , διερευνάω
track down
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διερευνᾶ — διερευνάω track down pres subj act 1st sg (doric aeolic) διερευνάω track down pres ind act 1st sg (doric aeolic) διερευνάω track down pres subj act 1st sg (doric aeolic) διερευνάω track down pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερευνᾷ — διερευνάω track down pres subj mp 2nd sg διερευνάω track down pres ind mp 2nd sg (epic) διερευνάω track down pres subj act 3rd sg διερευνάω track down pres ind act 3rd sg (epic) διερευνάω track down pres subj mp 2nd sg διερευνάω track down pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερευνάσθω — διερευνά̱σθω , διερευνάω track down pres imperat mp 3rd sg διερευνά̱σθω , διερευνάω track down pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερευνάτω — διερευνά̱τω , διερευνάω track down pres imperat act 3rd sg διερευνά̱τω , διερευνάω track down pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερευνᾶν — διερευνάω track down pres part act masc voc sg (doric aeolic) διερευνάω track down pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) διερευνάω track down pres part act masc nom sg (doric aeolic) διερευνᾶ̱ν , διερευνάω track down pres inf act (epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διερευνητικός — ή, ό [διερευνώ] 1. αυτός που αναφέρεται στη διερεύνηση, ο ικανός να διερευνά («διερευνητικό βλέμμα») 2. φρ. «διερευνητική εντολή» (για τον σχηματισμό κυβερνήσεως) η ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως σε αρχηγό ή εκπρόσωπο κόμματος, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”